Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2016

Κρητική διάλεκτος



Κάθε ρούγα και Βεγγέρα

Νατάσα καλιακούδα

Κρητική διάλεκτος, ποιητικό μέτρο Ίαμβος



Όλου του κόσμου οι γειτονιές στων αστεριών τη στράτα
μισέψαν μιαν αργαντινή τσε σμίξανε δροσάτα,
σεφήδες, διαβατάρηδες ερέχτηκαν την θέα
σεϊρι κάμαν τ’ ουρανού τα κάλλη τα ωραία.

Με χρώματα κι αρώματα εσάσανε παζάρι
που εζήλεψε τσε ζύγωσε τ’ ολόγιομο φεγγάρι,
αγνά κοράσια τση νυκτός σιμώσανε στο φως του
ελούστηκαν την χάρη του και στάθηκαν ομπρός του.

Για κάθε ρούγα μιαν ευχή σ’ ονείρων την βεγγέρα
αδερφοχτοί παντίχνησαν ετούτη την εσπέρα,
σ’ ασπάλαθους και γιασεμιά αναντρανίζουν δρόμοι
αθοί φυτρώνουν τσι γωνιές βαστούν το σταυροδρόμι.

Και όσοι απομεινάρικοι στων άστρων το κορφάλι
οι αορίτες μέλισσες αρνεύουν τους τη ζάλη,
με μια γαλήνη στην ψυχή αγιάζουνε τον ήλιο
κι έτσι αποκαμαρώνουνε, το αγγίνιο τους βασίλειο.




στράτα=δρόμος, οδός/ μισέυω= φεύγω, αναχωρώ/  αργαντινή= βραδιά/  σμίγω= συναντιέμαι/ δροσάτα= με ζωντάνια, με χαρά/ σεφής= γείτονας, κυρίως σε κτήματα/ διαβατάρης= περαστικός/ ερέχτηκα= θαύμασα/ σεϊρι= χάζι/ εσάσανε= φτιάξανε/ κοράσια= κορίτσια/ σιμώσανε= πλησίασαν/ ρούγα= γειτονιά/  βεγγέρα= συνάντηση φίλων/  αδερφοχτοί= αδερφοποιτοί/ παντίχνησαν= συναντήθηκαν/ ασπάλαθοι= αγκαθωτό φυτό της Κρήτης/ αναντρανίζουν= ζωηρεύουν/ αθοί= ανθοί/ απομεινάρικοι= αυτοί που έχουν απομείνει/ κορφάλι= μικρή κορφή/  αορίτες= βουνίσιος/ αρνεύουν= ηρεμούν/ αγιάζουνε= καλημερίζουν/ αποκαμαρώνουνε= καμαρώνουν/ αγγίνιο= καινούργιο.

Κρητική διάλεκτος



Θεών Λευκό Λιοντάρι

Παναγιώτης Άγγελος

Κρητική διάλεκτος, ποιητικό μέτρο Ίαμβος



Χαμαί τση γης εξάπλωσε Θεών λευκό λιοντάρι
κανακεμένο εφώλιασε απ’ αστεριών την χέρα
αποκλαμούς δεξιά εβάσταε με το 'να του ποδάρι
τσε στα ζερβά του εκράτεε ασπίδα τσε αιθέρα.

Τα θαλερά που κουβανεί σ’ ενα βουργιάλι βάνει
ξετρέχει τα με προθυμιά καθώς ακροπατάει
πάνω σε σώπατα παλιά ψυχές που εξυγιάνει
τσε εκείνα του για να σταθεί τούτον αποζητάει.

Εφανερώνει του φωνή που ανάφκει τσε δεν σβήνει
με λόγια που αγγελόστρατα τυλίγει όλην την πλάση
τσε οι χελιδόνες πρόθυμες βαστάαν δυοσμαρίνι
θαρεύγοντας του την λαλιά μες τ’ ουρανού τα δάση.

Πάνω σε τρούλα τση αυγής υφαίνει τα φτερά του
φτιαμένα που 'ναι όλοχρυσα απ’ τσι φωνές αστράδων
βαστούνε μέσα τους γητιές τσ’ όλα τα μυστικά του
καθώς εκάμουσιν αναλαμπήν τσι περασιές κορφάδων.

Θωριά του απλώνει μονομιάς με χτύπο αντρειωμένο
τσ’ οι ροδαμοί ξεχύθηκαν στα πέρατα του κόσμου
ο ήλιος μες το στήθος του παιδί αλαφρωμένο
που κρύβει του την ομορφιά, στ’ αρώματα του δυόσμου.



Χάμαι= κάτω στο έδαφος/ Κανακεύω= καλομαθαίνω/ Αποκλαμός= βλαστάρι/ Εκράτεε= κρατούσε, Ζερβά= αριστερά/  Θαλερά= με ζωντάνια/ Βουργιάλι=υφαντό σακίδιο/ Ξετρέχω= προωθώ/ Σώπατο= ομαλό έδαφος/ Εξυγιάνει= εξαγνίζει/ Ανάφκει= ανάβει/ Αγγελόστρατα = Απόκρυφα (που έρχονται από τα ουράνια) / Βαστάαν=βαστούσαν/ Θαρεύγοντας= εμπιστεύοντας/ Τρούλα= η κορυφή/ Αστράδες= πολλά άστρα μαζί/ Γητιά= Ευχή/ Εκάμω= κάνω / Αναλαμπίζω= φεγγοβολώ/ Περασιά=το πέρασμα/ Θωριά= όψη/ Ροδαμοί= άνθη/ Αλαφρωμένο= δίχως βάρος.


Κρητική διάλεκτος



Ονειρεμένη αλήθεια

Βαγγέλης Γουργουλιάνης

Κρητική Διάλεκτος.  Ποιητικό μέτρο “Ιαμβος”


Αβάντζα εφιλάς τον κάτασπρο του ήλιου αθό
στου αγέρα τ’ ακρημιό το άστρι που είναι του ξανθό
βλυζά με χείλι τσε αμαθιά που γαλανή ελπίδα
οχθηά σαν έχει αθηρή τσε χάρην ηλιαχτίδα.

Κανακεμένη εσύ ντιρμπάζα τσ’ εύμορφη γητιά
γυμνή σου ψάλλε μας π’ ουράνια νάμι την ανθοβολιά
ως φέγγεις θάλασσας γλυκής, περάτης πλαγιασμένη
πελάγη ώ στ’ αμόλευτα τσε ώρια δροσεμένη.

Αγαπημένη λυγερή που αντάμα κλώθεις ήλιο
σ’ αργατινές απηλογιά που αντέτι γίνε τήλιο
τσε μπλάβος που Νοθιάς, ξυφαίνεις όντε την ελπίδα
ραέτι κάνε την θειαρμή τσε τ’ λικο ασπίδα.

Τσε όντε κατσά-κατσά της θύμησης εβγούν τα κρίνα
το ζάλο ξύφαινε τρανό στην αψηλή μαρίνα
το φέγγος να ’βρει η ψυχή που ξεμιστεύει αγνύθια
τρανά σαν έχεις θάματα που ονειρεμένη αλήθεια.



αβάτζα: περίσσια / αθός: ανθός / ακρημιά: ακρινή / βλυζό: γλυφό, αρμυρό / αμαθιά: ματιά / οχθηά: όχθη / αθηρός: ανθηρός / κανακεμένη: χαϊδεμένη / ντιρμπάζα: ατίθαση / γητιά: ευχή, ξόρκι / νάμι: φήμη / περάτης: διαβάτης / αντάμα: μαζί / αργατινή: βραδιά / απηλογιά: απάντηση, απολογία / αντέτι: συνήθεια / μπλάβος: βαθύς μπλέ / νοθιάς: νοτίας / ξυφαίνω: υφαίνω / όντε: όταν / ραέτι: κέρασμα / θειαρμή: ματιά / κατσά κατσά: κρυφά / ζάλο: βήμα / ξεμιστεύω: λυτρώνω / αγνύθες: τα βάρη τα οποία δένονται επάνω στα στημόνια και τα τεντώνουν προς τα κάτω.



Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

Τσακωνική διάλεκτος

Τσακωνική διάλεκτος



Τζαί απ΄ταν ούρα έντανι, απ΄ετίνα ταν κορφά,
αβάρετε εμπαιτσε ο ήλιε άκειρε τσε έκι ατσεραίνου
τσαί γεννάτ΄η Λακωνία.
τσαί γεννάταϊ Θέατρα,
τσαί γεννάταϊ σχολεία
ο τσερέ εδροσίε τσαί θυτρούκαϊ δεντζικά
οι νυγδαλίε εμπαλίκαϊ τα άνθη τσαί ο τόπο,
έκι γιομάτε από εάτου τσαί δεντζικά,
το φεγγάρι έκι γυαλίζουντα τσαί σα βασίλισσα,
έκι κασημένα το παναθούζι τσαί εκι τσεντούα
τσαί έκι σαν άνοιξη΄πε ά γη ανθίζα τσαί λουλουδίζα,
ο ήλιε έκι φουϊκίχου του κορφέ του σίνοι,
ο ουρανέ έκι ολόχζυσε,
φωνέ από ‘ωγί, φωνέ απ’ πά τσαί α χελιδόνα,
έκι κασιμένα τα φωλία σι
τσε εκι χσιονίχα τα πουλάντζα σι.
Έκι ονοιάζου ο τόπο μεταξωτέ ζούχο
τσε όα ήγκι τραγουδούντα,
οι γουναίτζε, οι σατέρε, οι τσέλλε,
τσαί με χαρά άγκαϊ του σίνοι
τσαί με τουρ Αναραϊδε τσάχουντε,
ο αετέ, αγροϊστέ τάνου τον ήλιε, 


Τσακωνική διάλεκτος. Αρχαία Δωρική
Και από την ώρα αυτή, από κείνη την κορυφή, ακούραστος βγήκε ο ήλιος άπειρος και μεγάλωνε και γεννήθηκε η Λακωνία, και γεννήθηκαν θέατρα, και γεννήθηκαν σχολεία, ο καιρός εδρόσισε και φύτρωσαν δέντρα, οι μυγδαλιές έβγαλαν τα άνθη και ο τόπος, ήταν γεμάτος από έλατα και κέδρα, το φεγγάρι γυάλιζε και σαν βασίλισσα, καθόταν στο παράθυρο και κεντούσε, κι ήταν σαν άνοιξη που η γη ανθίζει και λουλουδίζει, ο ήλιος φώτιζε τις κορυφές των βουνών, ο ουρανός ήταν ολόχρυσος, φωνές από δω, φωνές από κει κι η χελιδόνα, κάθεται στη φωλιά και ζεσταίνει τα πουλάκια της. Έμοιαζε ο τόπος μεταξένιο ρούχο, και όλα τραγουδούσαν, οι γυναίκες, οι θυγατέρες, τα σπίτια και με χαρά πήραν τα βουνά και με τις Νεράιδες τρέχουν, ο αετός καβάλα πάνω στον ήλιο,


χορέγγουντε τσαί τραγουδούντε,
ενέντζε κρασί καλέ τάνου του τζεράμου
τζαί οι τζέλλε,
ετάκχαϊ τσ’ εμποίκαϊ μετάνοιε τάν ιγή.
Έντενι ο τόπο ένι θεόρατε τσαί ουρανέ
αραμάτζε αποσαουτέ,
τσαί ο αυγερινέ τσαί γιούρε τα μιτσά άσα
τζαί το φεγγάρι, έκι τσάχουντα ένα γιούρε τάν αυλή
ξικάζουντα ένα γιούρε.
Σαν  λίμνα έκι ήσυχο α θάσσα τσαί εφορέτζε
άβα είδητα τσαί εμπαήτζε τάτσου του χούρε,
εμπαήτζε τάνου τάν κορφά του δεντζικού
μ’ ένα κοτσινέ ταγάρι τζαί νία γουλία κρασί
τσαί για έτενι το τόπο,
εβαλήτζε το θεό (ε)γγιτή.
Τσαί ο τόπο έκι νιοάζου ασημένιε, γιαμαντένιε,
τσαί γεννάτε φως Ελληνικό, α λέξε, αμπάδα,
κάθε ογής λύχινε,
τζαί τραγουδούντε εμαζούταϊ προυτέσε τα κ(χ)άρα,
μιτσοί, ατσοί τζαί γέρουντε,


Τσακωνική διάλεκτος. Αρχαία Δωρική
χορεύοντας και τραγουδώντας, έφερε κρασί καλό επάνω στα κεραμίδια και τα σπίτια, σηκώθηκαν κι έκαναν μετάνοιες στη γη. Αυτός ο τόπος είναι θεόρατος κι ο ουρανός έμεινε άφωνος, και ο Αυγερινός και γύρω τα μικρά άστρα, και το φεγγάρι, έτρεχε γύρω στην αυλή κοιτάζοντας γύρω. Σαν λίμνη ήταν ήσυχη η θάλασσα και φόρεσε άλλα ρούχα και βγήκε έξω στα χωράφια, ανέβηκε επάνω στην κορυφή του δέντρου, μ’ ένα κόκκινο ταγάρι και μια γουλιά κρασί, και για τούτον το τόπο έβαλε τον Θεό εγγυητή. Και ο τόπος έμοιαζε ασημένιος, διαμαντένιος, και γέννησε φως Ελληνικό, λέξεις, λαμπάδα, κάθε λογής λυχνάρι, και τραγουδώντας μαζεύτηκαν μπροστά στη φωτιά, μικροί, μεγάλοι και γέροντες.


μαζούταϊ τα θυμάζια, οι κουμαρίε, οι ατσιμπντάνου
οι έατοι, τα κραματόφυα,
τζαί α κχάρα αμπρούτζε
τσαί πέτσε  το φεγγάζι τον ήλιε,
έα να ντι θιλήου τσαί θήλιμοι τσε εκιού,
τσαί το φως, άντζε του χέρε σοι το θυνιατέ
για να θυνιακίση τον άντε ταρ α μέρα
τσαί ταν ίδε ούρα,
οι πέτζικε ήγκιαϊ δροσισκουμένοι σ’ ένα ρυάτζι
τσαί ‘πο τηνανί το (χ)σίνα , το Μαλεβό,
αμάραντε έκι τσάχουντα το φως σαν αντίδερε
τσαί το άτσι με το αφρέ από τα θάσσα
ήγκιαϊ νοιάζουντα μαζί σα τσίποι τσαι ανυφάντρα
τσαί το φάσιμο α βαφή από τον ουρανέ.
Οπά πέρε, οπά τάνου,
ούνι γεννατοί ποτέ προδότε, μονάχα Έλληνες.
τσαί όα ήγκιαϊ χορέγγουντε
τζαί όα ήγκιαϊ τραγουδούντε
τσαί όα ήγκιαϊ φωνιάντουτε,
α γρούσσα νάμου ένι του Θεού
α γρούσσα νάμου ένι Ελληνική
α γρούσσα νάμου ένι αιώνια…
                    καούρ εκοκιάτε.

Τσακωνική διάλεκτος. Αρχαία Δωρική
μαζεύτηκαν τα θυμάρια, οι κουμαριές, τα σφεντάμια, τα έλατα, τα κληματόφυλλα, και η φωτιά εφούντωσε, και είπε το φεγγάρι τον ήλιο, έλα να σε φιλήσω και φίλησέ με κι εσύ και το φως, πήρε στα χέρια του το θυμιατό για να θυμιατίσει τον άρτον τον επιούσιο και την ίδια ώρα, οι πέρδικες δροσίζονταν σ’ ένα ρυάκι και από κείνο το βουνό, τον Μαλεβό, αμάραντο έτρεχε το φως σαν αντίδωρο, και το αλάτι με τον αφρό από τη θάλασσα, έμοιαζαν μαζί σαν κήπος και υφάντρα και το υφάδι, το χρώμα απ’ τον ουρανό. Εκεί πέρα, εκεί πάνω, δεν γεννήθηκαν ποτέ προδότες, μονάχα Έλληνες. Και όλα χόρευαν, και όλα τραγουδούσαν και όλα φώναζαν, η γλώσσα μας είναι του Θεού, η γλώσσα μας είναι Ελληνική, η γλώσσα μας είναι αιώνια, καλώς κοπιάσατε.




*********************************


 Κυριάκος Κυτούδης. Από την ποιητική συλλογή: «Ίτε παίδες Ελλήνων»